- τουλουμιάζω
- τουλούμιασα, τουλουμιάστηκα, τουλουμιασμένος1. βάζω κάτι μες στο τουλούμι: Τουλουμιάζω το τυρί.2. μτφ., δέρνω κάποιον άγρια: Είναι τουλουμιασμένος στο νοσοκομείο.3. αμτβ., γίνομαι σαν τουλούμι, φουσκώνω, πρήζομαι: Έφαγα πολύ και τουλούμιασα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.